- κελαινώψ
- κελαινώψ, ὁ, ἡ (Α)κελαινώπας*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ώψ (< ὤψ, ὠπός: «όψη»), πρβλ. τυφλ-ώψ, φοβερ-ώψ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κελαινώψ — swarthy masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινώπεσσι — κελαινώψ swarthy masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινώπεσσιν — κελαινώψ swarthy masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… … Dictionary of Greek
κελαινῶπα — κελαινώπας black faced masc voc sg (doric) κελαινώπας black faced masc nom sg (epic doric) κελαινώψ swarthy masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)